Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαμηκίζω
διάμηκος
διαμηκύνω
διαμηνύω
διαμηρίζω
διαμηρισμός
διαμηρύω
διαμηχανάομαι
διαμηχανητέον
διαμίγνυμι
διαμικρολογέομαι
διάμιλλα
διαμιλλάομαι
διαμιλλητέον
διαμιμνῄσκομαι
διαμινύρομαι
διαμισέω
διαμισθόω
διαμίσθωσις
διαμισθωτικόν
διαμιστύλλω
View word page
διαμικρολογέομαι
to deal meanly
ShortDef
to deal meanly
Debugging
Headword:
διαμικρολογέομαι
Headword (normalized):
διαμικρολογέομαι
Headword (normalized/stripped):
διαμικρολογεομαι
Intro Text:
to deal meanly
IDX:
21474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21475
Key:
Senses and Citations (From Data)
Citations (From Models)
No citations.
Data
{ "content": "to deal meanly" }