Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάμετρος
διαμευστής
διαμηκίζω
διάμηκος
διαμηκύνω
διαμηνύω
διαμηρίζω
διαμηρισμός
διαμηρύω
διαμηχανάομαι
διαμηχανητέον
διαμίγνυμι
διαμικρολογέομαι
διάμιλλα
διαμιλλάομαι
διαμιλλητέον
διαμιμνῄσκομαι
διαμινύρομαι
διαμισέω
διαμισθόω
διαμίσθωσις
View word page
διαμηχανητέον
one must contrive
ShortDef
one must contrive
Debugging
Headword:
διαμηχανητέον
Headword (normalized):
διαμηχανητέον
Headword (normalized/stripped):
διαμηχανητεον
Intro Text:
one must contrive
IDX:
21472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21473
Key:
Senses and Citations (From Data)
Citations (From Models)
No citations.
Data
{ "content": "one must contrive" }