Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαμετρικός
διάμετρον
διάμετρος
διαμευστής
διαμηκίζω
διάμηκος
διαμηκύνω
διαμηνύω
διαμηρίζω
διαμηρισμός
διαμηρύω
διαμηχανάομαι
διαμηχανητέον
διαμίγνυμι
διαμικρολογέομαι
διάμιλλα
διαμιλλάομαι
διαμιλλητέον
διαμιμνῄσκομαι
διαμινύρομαι
διαμισέω
View word page
διαμηρύω
arrange in kinks
ShortDef
arrange in kinks
Debugging
Headword:
διαμηρύω
Headword (normalized):
διαμηρύω
Headword (normalized/stripped):
διαμηρυω
IDX:
21470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21471
Key:
Data
{'content': 'arrange in kinks'}