Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαμέτρησις
διαμετρητός
διαμετρικός
διάμετρον
διάμετρος
διαμευστής
διαμηκίζω
διάμηκος
διαμηκύνω
διαμηνύω
διαμηρίζω
διαμηρισμός
διαμηρύω
διαμηχανάομαι
διαμηχανητέον
διαμίγνυμι
διαμικρολογέομαι
διάμιλλα
διαμιλλάομαι
διαμιλλητέον
διαμιμνῄσκομαι
View word page
διαμηρίζω
part the thighs: have intercourse
ShortDef
part the thighs: have intercourse
Debugging
Headword:
διαμηρίζω
Headword (normalized):
διαμηρίζω
Headword (normalized/stripped):
διαμηριζω
IDX:
21468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21469
Key:
Data
{'content': 'part the thighs: have intercourse'}