Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμετρέω
διαμέτρησις
διαμετρητός
διαμετρικός
διάμετρον
διάμετρος
διαμευστής
διαμηκίζω
διάμηκος
διαμηκύνω
διαμηνύω
διαμηρίζω
διαμηρισμός
διαμηρύω
διαμηχανάομαι
διαμηχανητέον
διαμίγνυμι
διαμικρολογέομαι
διάμιλλα
διαμιλλάομαι
διαμιλλητέον
View word page
διαμηνύω
point out clearly

ShortDef

point out clearly

Debugging

Headword:
διαμηνύω
Headword (normalized):
διαμηνύω
Headword (normalized/stripped):
διαμηνυω
IDX:
21467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21468
Key:

Data

{'content': 'point out clearly'}