Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμεστόω
διαμετρέω
διαμέτρησις
διαμετρητός
διαμετρικός
διάμετρον
διάμετρος
διαμευστής
διαμηκίζω
διάμηκος
διαμηκύνω
διαμηνύω
διαμηρίζω
διαμηρισμός
διαμηρύω
διαμηχανάομαι
διαμηχανητέον
διαμίγνυμι
διαμικρολογέομαι
διάμιλλα
διαμιλλάομαι
View word page
διαμηκύνω
last out, live through

ShortDef

last out, live through

Debugging

Headword:
διαμηκύνω
Headword (normalized):
διαμηκύνω
Headword (normalized/stripped):
διαμηκυνω
IDX:
21466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21467
Key:

Data

{'content': 'last out, live through'}