Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάμεστος
διαμεστόω
διαμετρέω
διαμέτρησις
διαμετρητός
διαμετρικός
διάμετρον
διάμετρος
διαμευστής
διαμηκίζω
διάμηκος
διαμηκύνω
διαμηνύω
διαμηρίζω
διαμηρισμός
διαμηρύω
διαμηχανάομαι
διαμηχανητέον
διαμίγνυμι
διαμικρολογέομαι
διάμιλλα
View word page
διάμηκος
broad
ShortDef
broad
Debugging
Headword:
διάμηκος
Headword (normalized):
διάμηκος
Headword (normalized/stripped):
διαμηκος
IDX:
21465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21466
Key:
Data
{'content': 'broad'}