Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάμεσος
διάμεστος
διαμεστόω
διαμετρέω
διαμέτρησις
διαμετρητός
διαμετρικός
διάμετρον
διάμετρος
διαμευστής
διαμηκίζω
διάμηκος
διαμηκύνω
διαμηνύω
διαμηρίζω
διαμηρισμός
διαμηρύω
διαμηχανάομαι
διαμηχανητέον
διαμίγνυμι
διαμικρολογέομαι
View word page
διαμηκίζω
to be in direct opposition

ShortDef

to be in direct opposition

Debugging

Headword:
διαμηκίζω
Headword (normalized):
διαμηκίζω
Headword (normalized/stripped):
διαμηκιζω
IDX:
21464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21465
Key:

Data

{'content': 'to be in direct opposition'}