Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαμεριστής
διάμεσος
διάμεστος
διαμεστόω
διαμετρέω
διαμέτρησις
διαμετρητός
διαμετρικός
διάμετρον
διάμετρος
διαμευστής
διαμηκίζω
διάμηκος
διαμηκύνω
διαμηνύω
διαμηρίζω
διαμηρισμός
διαμηρύω
διαμηχανάομαι
διαμηχανητέον
διαμίγνυμι
View word page
διαμευστής
cheat
ShortDef
cheat
Debugging
Headword:
διαμευστής
Headword (normalized):
διαμευστής
Headword (normalized/stripped):
διαμευστης
Intro Text:
cheat
IDX:
21463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21464
Key:
Senses and Citations (From Data)
Citations (From Models)
No citations.
Data
{ "content": "cheat" }