Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμερισμός
διαμεριστής
διάμεσος
διάμεστος
διαμεστόω
διαμετρέω
διαμέτρησις
διαμετρητός
διαμετρικός
διάμετρον
διάμετρος
διαμευστής
διαμηκίζω
διάμηκος
διαμηκύνω
διαμηνύω
διαμηρίζω
διαμηρισμός
διαμηρύω
διαμηχανάομαι
διαμηχανητέον
View word page
διάμετρος
diametrically opposed; diameter

ShortDef

diametrically opposed; diameter

Debugging

Headword:
διάμετρος
Headword (normalized):
διάμετρος
Headword (normalized/stripped):
διαμετρος
IDX:
21462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21463
Key:

Data

{'content': 'diametrically opposed; diameter'}