Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαμερίζω
διαμερισμός
διαμεριστής
διάμεσος
διάμεστος
διαμεστόω
διαμετρέω
διαμέτρησις
διαμετρητός
διαμετρικός
διάμετρον
διάμετρος
διαμευστής
διαμηκίζω
διάμηκος
διαμηκύνω
διαμηνύω
διαμηρίζω
διαμηρισμός
διαμηρύω
διαμηχανάομαι
View word page
διάμετρον
a measured allowance, rations
ShortDef
a measured allowance, rations
Debugging
Headword:
διάμετρον
Headword (normalized):
διάμετρον
Headword (normalized/stripped):
διαμετρον
IDX:
21461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21462
Key:
Data
{'content': 'a measured allowance, rations'}