Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαμένω
διαμερίζω
διαμερισμός
διαμεριστής
διάμεσος
διάμεστος
διαμεστόω
διαμετρέω
διαμέτρησις
διαμετρητός
διαμετρικός
διάμετρον
διάμετρος
διαμευστής
διαμηκίζω
διάμηκος
διαμηκύνω
διαμηνύω
διαμηρίζω
διαμηρισμός
διαμηρύω
View word page
διαμετρικός
diagonal
ShortDef
diagonal
Debugging
Headword:
διαμετρικός
Headword (normalized):
διαμετρικός
Headword (normalized/stripped):
διαμετρικος
IDX:
21460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21461
Key:
Data
{'content': 'diagonal'}