Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμερισμός
διαμεριστής
διάμεσος
διάμεστος
διαμεστόω
διαμετρέω
διαμέτρησις
διαμετρητός
διαμετρικός
διάμετρον
διάμετρος
διαμευστής
διαμηκίζω
διάμηκος
διαμηκύνω
διαμηνύω
διαμηρίζω
διαμηρισμός
View word page
διαμετρητός
measured out

ShortDef

measured out

Debugging

Headword:
διαμετρητός
Headword (normalized):
διαμετρητός
Headword (normalized/stripped):
διαμετρητος
IDX:
21459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21460
Key:

Data

{'content': 'measured out'}