Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαμεμερισμένως
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμερισμός
διαμεριστής
διάμεσος
διάμεστος
διαμεστόω
διαμετρέω
διαμέτρησις
διαμετρητός
διαμετρικός
διάμετρον
διάμετρος
διαμευστής
διαμηκίζω
διάμηκος
διαμηκύνω
διαμηνύω
διαμηρίζω
View word page
διαμέτρησις
measuring out
ShortDef
measuring out
Debugging
Headword:
διαμέτρησις
Headword (normalized):
διαμέτρησις
Headword (normalized/stripped):
διαμετρησις
IDX:
21458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21459
Key:
Data
{'content': 'measuring out'}