Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμέλλω
διαμεμερισμένως
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμερισμός
διαμεριστής
διάμεσος
διάμεστος
διαμεστόω
διαμετρέω
διαμέτρησις
διαμετρητός
διαμετρικός
διάμετρον
διάμετρος
διαμευστής
διαμηκίζω
διάμηκος
διαμηκύνω
διαμηνύω
View word page
διαμετρέω
to measure through, out

ShortDef

to measure through, out

Debugging

Headword:
διαμετρέω
Headword (normalized):
διαμετρέω
Headword (normalized/stripped):
διαμετρεω
IDX:
21457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21458
Key:

Data

{'content': 'to measure through, out'}