Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαμέλλησις
διαμέλλω
διαμεμερισμένως
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμερισμός
διαμεριστής
διάμεσος
διάμεστος
διαμεστόω
διαμετρέω
διαμέτρησις
διαμετρητός
διαμετρικός
διάμετρον
διάμετρος
διαμευστής
διαμηκίζω
διάμηκος
διαμηκύνω
View word page
διαμεστόω
fill full
ShortDef
fill full
Debugging
Headword:
διαμεστόω
Headword (normalized):
διαμεστόω
Headword (normalized/stripped):
διαμεστοω
IDX:
21456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21457
Key:
Data
{'content': 'fill full'}