Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαμελισμός
διαμέλλησις
διαμέλλω
διαμεμερισμένως
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμερισμός
διαμεριστής
διάμεσος
διάμεστος
διαμεστόω
διαμετρέω
διαμέτρησις
διαμετρητός
διαμετρικός
διάμετρον
διάμετρος
διαμευστής
διαμηκίζω
διάμηκος
View word page
διάμεστος
brim-full
ShortDef
brim-full
Debugging
Headword:
διάμεστος
Headword (normalized):
διάμεστος
Headword (normalized/stripped):
διαμεστος
IDX:
21455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21456
Key:
Data
{'content': 'brim-full'}