Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμελίζομαι
διαμελίζω
διαμελισμός
διαμέλλησις
διαμέλλω
διαμεμερισμένως
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμερισμός
διαμεριστής
διάμεσος
διάμεστος
διαμεστόω
διαμετρέω
διαμέτρησις
διαμετρητός
διαμετρικός
διάμετρον
διάμετρος
διαμευστής
View word page
διαμεριστής
a divider

ShortDef

a divider

Debugging

Headword:
διαμεριστής
Headword (normalized):
διαμεριστής
Headword (normalized/stripped):
διαμεριστης
IDX:
21453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21454
Key:

Data

{'content': 'a divider'}