Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμελετάω
διαμελίζομαι
διαμελίζω
διαμελισμός
διαμέλλησις
διαμέλλω
διαμεμερισμένως
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμερισμός
διαμεριστής
διάμεσος
διάμεστος
διαμεστόω
διαμετρέω
διαμέτρησις
διαμετρητός
διαμετρικός
διάμετρον
διάμετρος
View word page
διαμερισμός
division, dissension

ShortDef

division, dissension

Debugging

Headword:
διαμερισμός
Headword (normalized):
διαμερισμός
Headword (normalized/stripped):
διαμερισμος
IDX:
21452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21453
Key:

Data

{'content': 'division, dissension'}