Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμελεϊστί
διαμελετάω
διαμελίζομαι
διαμελίζω
διαμελισμός
διαμέλλησις
διαμέλλω
διαμεμερισμένως
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμερισμός
διαμεριστής
διάμεσος
διάμεστος
διαμεστόω
διαμετρέω
διαμέτρησις
διαμετρητός
διαμετρικός
διάμετρον
View word page
διαμερίζω
to distribute

ShortDef

to distribute

Debugging

Headword:
διαμερίζω
Headword (normalized):
διαμερίζω
Headword (normalized/stripped):
διαμεριζω
IDX:
21451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21452
Key:

Data

{'content': 'to distribute'}