Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμελαίνω
διαμελεϊστί
διαμελετάω
διαμελίζομαι
διαμελίζω
διαμελισμός
διαμέλλησις
διαμέλλω
διαμεμερισμένως
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμερισμός
διαμεριστής
διάμεσος
διάμεστος
διαμεστόω
διαμετρέω
διαμέτρησις
διαμετρητός
διαμετρικός
View word page
διαμένω
to remain by, stand by

ShortDef

to remain by, stand by

Debugging

Headword:
διαμένω
Headword (normalized):
διαμένω
Headword (normalized/stripped):
διαμενω
IDX:
21450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21451
Key:

Data

{'content': 'to remain by, stand by'}