Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελεϊστί
διαμελετάω
διαμελίζομαι
διαμελίζω
διαμελισμός
διαμέλλησις
διαμέλλω
διαμεμερισμένως
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμερισμός
διαμεριστής
διάμεσος
διάμεστος
διαμεστόω
διαμετρέω
διαμέτρησις
διαμετρητός
View word page
διαμέμφομαι
to blame greatly

ShortDef

to blame greatly

Debugging

Headword:
διαμέμφομαι
Headword (normalized):
διαμέμφομαι
Headword (normalized/stripped):
διαμεμφομαι
IDX:
21449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21450
Key:

Data

{'content': 'to blame greatly'}