Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελεϊστί
διαμελετάω
διαμελίζομαι
διαμελίζω
διαμελισμός
διαμέλλησις
διαμέλλω
διαμεμερισμένως
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμερισμός
διαμεριστής
διάμεσος
διάμεστος
διαμεστόω
διαμετρέω
διαμέτρησις
View word page
διαμεμερισμένως
separately

ShortDef

separately

Debugging

Headword:
διαμεμερισμένως
Headword (normalized):
διαμεμερισμένως
Headword (normalized/stripped):
διαμεμερισμενως
IDX:
21448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21449
Key:

Data

{'content': 'separately'}