Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμειδιάω
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελεϊστί
διαμελετάω
διαμελίζομαι
διαμελίζω
διαμελισμός
διαμέλλησις
διαμέλλω
διαμεμερισμένως
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμερισμός
διαμεριστής
διάμεσος
διάμεστος
διαμεστόω
View word page
διαμέλλησις
a being on the point

ShortDef

a being on the point

Debugging

Headword:
διαμέλλησις
Headword (normalized):
διαμέλλησις
Headword (normalized/stripped):
διαμελλησις
IDX:
21446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21447
Key:

Data

{'content': 'a being on the point'}