Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμάω
διαμβλώττω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελεϊστί
διαμελετάω
διαμελίζομαι
διαμελίζω
διαμελισμός
διαμέλλησις
διαμέλλω
διαμεμερισμένως
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμερισμός
View word page
διαμελετάω
practise diligently

ShortDef

practise diligently

Debugging

Headword:
διαμελετάω
Headword (normalized):
διαμελετάω
Headword (normalized/stripped):
διαμελεταω
IDX:
21442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21443
Key:

Data

{'content': 'practise diligently'}