Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμαχητέος
διαμάχομαι
διαμάω
διαμβλώττω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελεϊστί
διαμελετάω
διαμελίζομαι
διαμελίζω
διαμελισμός
διαμέλλησις
διαμέλλω
διαμεμερισμένως
διαμέμφομαι
διαμένω
View word page
διαμελαίνω
to make quite black

ShortDef

to make quite black

Debugging

Headword:
διαμελαίνω
Headword (normalized):
διαμελαίνω
Headword (normalized/stripped):
διαμελαινω
IDX:
21440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21441
Key:

Data

{'content': 'to make quite black'}