Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμάχησις
διαμαχητέος
διαμάχομαι
διαμάω
διαμβλώττω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελεϊστί
διαμελετάω
διαμελίζομαι
διαμελίζω
διαμελισμός
διαμέλλησις
διαμέλλω
διαμεμερισμένως
διαμέμφομαι
View word page
διάμειψις
an exchange

ShortDef

an exchange

Debugging

Headword:
διάμειψις
Headword (normalized):
διάμειψις
Headword (normalized/stripped):
διαμειψις
IDX:
21439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21440
Key:

Data

{'content': 'an exchange'}