Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἱμόρραντος
αἱμορροέω
αἱμόρροια
αἱμορροϊδοκαύστης
αἱμορροϊκός
αἱμορροΐς
αἱμόρροος
αἱμόρρυτος
αἱμορυγχιάω
Αἷμος
αἱμόστασις
αἱμοφανής
αἱμοφόβος
αἱμοφόρυκτος
αἱμοχροώδης
αἱμυλία
αἱμυλομήτης
αἱμυλοπλόκος
αἱμύλος
αἱμυλόφρων
αἱμωδέω
View word page
αἱμόστασις
styptic

ShortDef

styptic

Debugging

Headword:
αἱμόστασις
Headword (normalized):
αἱμόστασις
Headword (normalized/stripped):
αιμοστασις
IDX:
2143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2144
Key:

Data

{'content': 'styptic'}