Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμάχη
διαμάχησις
διαμαχητέος
διαμάχομαι
διαμάω
διαμβλώττω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελεϊστί
διαμελετάω
διαμελίζομαι
διαμελίζω
διαμελισμός
διαμέλλησις
διαμέλλω
διαμεμερισμένως
View word page
διαμειρακιεύομαι
to strive hotly with

ShortDef

to strive hotly with

Debugging

Headword:
διαμειρακιεύομαι
Headword (normalized):
διαμειρακιεύομαι
Headword (normalized/stripped):
διαμειρακιευομαι
IDX:
21438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21439
Key:

Data

{'content': 'to strive hotly with'}