Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαμαχετέον
διαμάχη
διαμάχησις
διαμαχητέος
διαμάχομαι
διαμάω
διαμβλώττω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελεϊστί
διαμελετάω
διαμελίζομαι
διαμελίζω
διαμελισμός
διαμέλλησις
διαμέλλω
View word page
διάμειπτος
communicable
ShortDef
communicable
Debugging
Headword:
διάμειπτος
Headword (normalized):
διάμειπτος
Headword (normalized/stripped):
διαμειπτος
IDX:
21437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21438
Key:
Data
{'content': 'communicable'}