Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμασχαλίζω
διαμαχετέον
διαμάχη
διαμάχησις
διαμαχητέος
διαμάχομαι
διαμάω
διαμβλώττω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελεϊστί
διαμελετάω
διαμελίζομαι
διαμελίζω
διαμελισμός
διαμέλλησις
View word page
διαμειδιάω
smile

ShortDef

smile

Debugging

Headword:
διαμειδιάω
Headword (normalized):
διαμειδιάω
Headword (normalized/stripped):
διαμειδιαω
IDX:
21436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21437
Key:

Data

{'content': 'smile'}