Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμαστροπεύω
διαμασχαλίζω
διαμαχετέον
διαμάχη
διαμάχησις
διαμαχητέος
διαμάχομαι
διαμάω
διαμβλώττω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελεϊστί
διαμελετάω
διαμελίζομαι
διαμελίζω
διαμελισμός
View word page
διαμείβω
to exchange

ShortDef

to exchange

Debugging

Headword:
διαμείβω
Headword (normalized):
διαμείβω
Headword (normalized/stripped):
διαμειβω
IDX:
21435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21436
Key:

Data

{'content': 'to exchange'}