Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαμαστίγωσις
διαμαστροπεύω
διαμασχαλίζω
διαμαχετέον
διαμάχη
διαμάχησις
διαμαχητέος
διαμάχομαι
διαμάω
διαμβλώττω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελεϊστί
διαμελετάω
διαμελίζομαι
διαμελίζω
View word page
διαμεθίημι
to let go, give up, leave off
ShortDef
to let go, give up, leave off
Debugging
Headword:
διαμεθίημι
Headword (normalized):
διαμεθίημι
Headword (normalized/stripped):
διαμεθιημι
IDX:
21434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21435
Key:
Data
{'content': 'to let go, give up, leave off'}