Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμαστιγόω
διαμαστίγωσις
διαμαστροπεύω
διαμασχαλίζω
διαμαχετέον
διαμάχη
διαμάχησις
διαμαχητέος
διαμάχομαι
διαμάω
διαμβλώττω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελεϊστί
διαμελετάω
διαμελίζομαι
View word page
διαμβλώττω
procure abortion

ShortDef

procure abortion

Debugging

Headword:
διαμβλώττω
Headword (normalized):
διαμβλώττω
Headword (normalized/stripped):
διαμβλωττω
IDX:
21433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21434
Key:

Data

{'content': 'procure abortion'}