Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαμάσσω
διαμαστιγόω
διαμαστίγωσις
διαμαστροπεύω
διαμασχαλίζω
διαμαχετέον
διαμάχη
διαμάχησις
διαμαχητέος
διαμάχομαι
διαμάω
διαμβλώττω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελεϊστί
διαμελετάω
View word page
διαμάω
to cut through
ShortDef
to cut through
Debugging
Headword:
διαμάω
Headword (normalized):
διαμάω
Headword (normalized/stripped):
διαμαω
IDX:
21432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21433
Key:
Data
{'content': 'to cut through'}