Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμασητός
διαμάσσω
διαμαστιγόω
διαμαστίγωσις
διαμαστροπεύω
διαμασχαλίζω
διαμαχετέον
διαμάχη
διαμάχησις
διαμαχητέος
διαμάχομαι
διαμάω
διαμβλώττω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελεϊστί
View word page
διαμάχομαι
to fight

ShortDef

to fight

Debugging

Headword:
διαμάχομαι
Headword (normalized):
διαμάχομαι
Headword (normalized/stripped):
διαμαχομαι
IDX:
21431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21432
Key:

Data

{'content': 'to fight'}