Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμασητέον
διαμασητός
διαμάσσω
διαμαστιγόω
διαμαστίγωσις
διαμαστροπεύω
διαμασχαλίζω
διαμαχετέον
διαμάχη
διαμάχησις
διαμαχητέος
διαμάχομαι
διαμάω
διαμβλώττω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
View word page
διαμαχητέος
one must deny absolutely

ShortDef

one must deny absolutely

Debugging

Headword:
διαμαχητέος
Headword (normalized):
διαμαχητέος
Headword (normalized/stripped):
διαμαχητεος
IDX:
21430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21431
Key:

Data

{'content': 'one must deny absolutely'}