Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμάσημα
διαμάσησις
διαμασητέον
διαμασητός
διαμάσσω
διαμαστιγόω
διαμαστίγωσις
διαμαστροπεύω
διαμασχαλίζω
διαμαχετέον
διαμάχη
διαμάχησις
διαμαχητέος
διαμάχομαι
διαμάω
διαμβλώττω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
View word page
διαμάχη
a fight, struggle

ShortDef

a fight, struggle

Debugging

Headword:
διαμάχη
Headword (normalized):
διαμάχη
Headword (normalized/stripped):
διαμαχη
IDX:
21428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21429
Key:

Data

{'content': 'a fight, struggle'}