Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμασάομαι
διαμάσημα
διαμάσησις
διαμασητέον
διαμασητός
διαμάσσω
διαμαστιγόω
διαμαστίγωσις
διαμαστροπεύω
διαμασχαλίζω
διαμαχετέον
διαμάχη
διαμάχησις
διαμαχητέος
διαμάχομαι
διαμάω
διαμβλώττω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
View word page
διαμαχετέον
one must strive earnestly

ShortDef

one must strive earnestly

Debugging

Headword:
διαμαχετέον
Headword (normalized):
διαμαχετέον
Headword (normalized/stripped):
διαμαχετεον
IDX:
21427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21428
Key:

Data

{'content': 'one must strive earnestly'}