Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμαρτύρομαι
διαμασάομαι
διαμάσημα
διαμάσησις
διαμασητέον
διαμασητός
διαμάσσω
διαμαστιγόω
διαμαστίγωσις
διαμαστροπεύω
διαμασχαλίζω
διαμαχετέον
διαμάχη
διαμάχησις
διαμαχητέος
διαμάχομαι
διαμάω
διαμβλώττω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
View word page
διαμασχαλίζω
stick under one's arm

ShortDef

stick under one's arm

Debugging

Headword:
διαμασχαλίζω
Headword (normalized):
διαμασχαλίζω
Headword (normalized/stripped):
διαμασχαλιζω
IDX:
21426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21427
Key:

Data

{'content': "stick under one's arm"}