Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαμαρτυρία
διαμαρτύρομαι
διαμασάομαι
διαμάσημα
διαμάσησις
διαμασητέον
διαμασητός
διαμάσσω
διαμαστιγόω
διαμαστίγωσις
διαμαστροπεύω
διαμασχαλίζω
διαμαχετέον
διαμάχη
διαμάχησις
διαμαχητέος
διαμάχομαι
διαμάω
διαμβλώττω
διαμεθίημι
διαμείβω
View word page
διαμαστροπεύω
to pander
ShortDef
to pander
Debugging
Headword:
διαμαστροπεύω
Headword (normalized):
διαμαστροπεύω
Headword (normalized/stripped):
διαμαστροπευω
IDX:
21425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21426
Key:
Data
{'content': 'to pander'}