Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμαρτυρέω
διαμαρτυρία
διαμαρτύρομαι
διαμασάομαι
διαμάσημα
διαμάσησις
διαμασητέον
διαμασητός
διαμάσσω
διαμαστιγόω
διαμαστίγωσις
διαμαστροπεύω
διαμασχαλίζω
διαμαχετέον
διαμάχη
διαμάχησις
διαμαχητέος
διαμάχομαι
διαμάω
διαμβλώττω
διαμεθίημι
View word page
διαμαστίγωσις
severe scourging

ShortDef

severe scourging

Debugging

Headword:
διαμαστίγωσις
Headword (normalized):
διαμαστίγωσις
Headword (normalized/stripped):
διαμαστιγωσις
IDX:
21424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21425
Key:

Data

{'content': 'severe scourging'}