Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμαρτία
διαμαρτυρέω
διαμαρτυρία
διαμαρτύρομαι
διαμασάομαι
διαμάσημα
διαμάσησις
διαμασητέον
διαμασητός
διαμάσσω
διαμαστιγόω
διαμαστίγωσις
διαμαστροπεύω
διαμασχαλίζω
διαμαχετέον
διαμάχη
διαμάχησις
διαμαχητέος
διαμάχομαι
διαμάω
διαμβλώττω
View word page
διαμαστιγόω
to scourge severely

ShortDef

to scourge severely

Debugging

Headword:
διαμαστιγόω
Headword (normalized):
διαμαστιγόω
Headword (normalized/stripped):
διαμαστιγοω
IDX:
21423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21424
Key:

Data

{'content': 'to scourge severely'}