Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαμαρτητέον
διαμαρτία
διαμαρτυρέω
διαμαρτυρία
διαμαρτύρομαι
διαμασάομαι
διαμάσημα
διαμάσησις
διαμασητέον
διαμασητός
διαμάσσω
διαμαστιγόω
διαμαστίγωσις
διαμαστροπεύω
διαμασχαλίζω
διαμαχετέον
διαμάχη
διαμάχησις
διαμαχητέος
διαμάχομαι
διαμάω
View word page
διαμάσσω
to knead thoroughly, knead well
ShortDef
to knead thoroughly, knead well
Debugging
Headword:
διαμάσσω
Headword (normalized):
διαμάσσω
Headword (normalized/stripped):
διαμασσω
IDX:
21422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21423
Key:
Data
{'content': 'to knead thoroughly, knead well'}