Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμάρανσις
διαμαρτάνω
διαμάρτημα
διαμαρτητέον
διαμαρτία
διαμαρτυρέω
διαμαρτυρία
διαμαρτύρομαι
διαμασάομαι
διαμάσημα
διαμάσησις
διαμασητέον
διαμασητός
διαμάσσω
διαμαστιγόω
διαμαστίγωσις
διαμαστροπεύω
διαμασχαλίζω
διαμαχετέον
διαμάχη
διαμάχησις
View word page
διαμάσησις
chewing up

ShortDef

chewing up

Debugging

Headword:
διαμάσησις
Headword (normalized):
διαμάσησις
Headword (normalized/stripped):
διαμασησις
IDX:
21419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21420
Key:

Data

{'content': 'chewing up'}