Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάμαξος
διαμάρανσις
διαμαρτάνω
διαμάρτημα
διαμαρτητέον
διαμαρτία
διαμαρτυρέω
διαμαρτυρία
διαμαρτύρομαι
διαμασάομαι
διαμάσημα
διαμάσησις
διαμασητέον
διαμασητός
διαμάσσω
διαμαστιγόω
διαμαστίγωσις
διαμαστροπεύω
διαμασχαλίζω
διαμαχετέον
διαμάχη
View word page
διαμάσημα
that which is chewed

ShortDef

that which is chewed

Debugging

Headword:
διαμάσημα
Headword (normalized):
διαμάσημα
Headword (normalized/stripped):
διαμασημα
IDX:
21418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21419
Key:

Data

{'content': 'that which is chewed'}