Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμαντεύομαι
διάμαξος
διαμάρανσις
διαμαρτάνω
διαμάρτημα
διαμαρτητέον
διαμαρτία
διαμαρτυρέω
διαμαρτυρία
διαμαρτύρομαι
διαμασάομαι
διαμάσημα
διαμάσησις
διαμασητέον
διαμασητός
διαμάσσω
διαμαστιγόω
διαμαστίγωσις
διαμαστροπεύω
διαμασχαλίζω
διαμαχετέον
View word page
διαμασάομαι
chew up

ShortDef

chew up

Debugging

Headword:
διαμασάομαι
Headword (normalized):
διαμασάομαι
Headword (normalized/stripped):
διαμασαομαι
IDX:
21417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21418
Key:

Data

{'content': 'chew up'}