Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμαντεία
διαμαντεύομαι
διάμαξος
διαμάρανσις
διαμαρτάνω
διαμάρτημα
διαμαρτητέον
διαμαρτία
διαμαρτυρέω
διαμαρτυρία
διαμαρτύρομαι
διαμασάομαι
διαμάσημα
διαμάσησις
διαμασητέον
διαμασητός
διαμάσσω
διαμαστιγόω
διαμαστίγωσις
διαμαστροπεύω
διαμασχαλίζω
View word page
διαμαρτύρομαι
to protest solemnly

ShortDef

to protest solemnly

Debugging

Headword:
διαμαρτύρομαι
Headword (normalized):
διαμαρτύρομαι
Headword (normalized/stripped):
διαμαρτυρομαι
IDX:
21416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21417
Key:

Data

{'content': 'to protest solemnly'}