Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαλφιτόω
διαμαγεύω
διαμαθύνω
διαμάλαξις
διαμανθάνω
διαμαντεία
διαμαντεύομαι
διάμαξος
διαμάρανσις
διαμαρτάνω
διαμάρτημα
διαμαρτητέον
διαμαρτία
διαμαρτυρέω
διαμαρτυρία
διαμαρτύρομαι
διαμασάομαι
διαμάσημα
διαμάσησις
διαμασητέον
διαμασητός
View word page
διαμάρτημα
mistake

ShortDef

mistake

Debugging

Headword:
διαμάρτημα
Headword (normalized):
διαμάρτημα
Headword (normalized/stripped):
διαμαρτημα
IDX:
21411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21412
Key:

Data

{'content': 'mistake'}