Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαλύω
διαλφιτόω
διαμαγεύω
διαμαθύνω
διαμάλαξις
διαμανθάνω
διαμαντεία
διαμαντεύομαι
διάμαξος
διαμάρανσις
διαμαρτάνω
διαμάρτημα
διαμαρτητέον
διαμαρτία
διαμαρτυρέω
διαμαρτυρία
διαμαρτύρομαι
διαμασάομαι
διαμάσημα
διαμάσησις
διαμασητέον
View word page
διαμαρτάνω
to go astray from

ShortDef

to go astray from

Debugging

Headword:
διαμαρτάνω
Headword (normalized):
διαμαρτάνω
Headword (normalized/stripped):
διαμαρτανω
IDX:
21410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21411
Key:

Data

{'content': 'to go astray from'}